- απόσπερα
- απόσπέρα(ς) επίρρ. вечером, вечерком; когда стемнеет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποσπέρα — κ. σπέρας κ. σπερού κ. σπερίς επίρρ. 1. αποβραδίς, απ το προηγούμενο βράδι 2. το βράδι, κατά το βράδι … Dictionary of Greek
αποσπερίτης — (Αστρον.).Ο πλανήτης Αφροδίτη (βλ. λ.). Ονομάζεται έτσι, όταν φαίνεται μετά τη δύση του Ήλιου. * * * ο [αποσπέρα] ο πλανήτης Έσπερος (Αφροδίτη), που εμφανίζεται πρώτος το βράδυ και εξαφανίζεται τελευταίος το πρωί ως Αυγερινός … Dictionary of Greek